-
1 αξια
ион. ἀξίη ἥ1) цена, стоимость(φορτίων Her.; ἥ ἀ. νομίσματι μετρεῖται Arst.)
ἔλαττον τῆς ἀξίας Xen. — ниже (настоящей) цены2) ценность, достоинствоκατὰ (τέν) ἀξίαν Eur., Thuc., Xen., Plat., Arst. — по достоинству, по заслугам;
παρὰ τέν ἀξίαν Thuc. и ὑπὲρ τέν ἀξίαν Eur., Dem. — не по заслугам, незаслуженно;τῆς ἀξίας τιμᾶσθαι Plat. — воздавать по заслугам3) вознаграждение, возмещение, плата(τῆς βλάβης Plat.)
4) звание, (общественное) положение(κατὰ δουλικέν ἀξίαν Diod.)
ἥ τῆς ἀρχῆς ἀ. Plat. — государственный пост;οἱ ἐπ΄ ἀξίας Luc. — высокопоставленные лица;ἐκπορεύεσθαι μετὰ μεγάλης ἀξίας Polyb. — совершать пышное шествие5) оценка, мнение(κατὰ τέν ἰδίαν ἀξίαν Diod.)
-
2 τιμαω
(fut. med. - тж. со знач. pass. - τιμήσομαι; pass.: fut. τιμηθήσομαι и τετιμήσομαι, aor. ἐτιμήθην и pf. τετίμημαι)1) тж. med. окружать почестями, чтить(τινα ὡς θεόν Hom.; δαιμόνων γένος Aesch.)
τ. τινι χάριν Soph., Eur.; — воздавать почести кому-л.2) почитать, уважатьτ. τινα ἐξ ἴσου τινί Soph. — почитать кого-л. наравне с кем-л.;
τιμῆς τετιμῆσθαι Hom. — быть удостоенным чести3) осыпать почестями(δωρεῖσθαι καὴ τ. Xen.)
τιμᾶσθαι ἐκ τοῦ πολεμεῖν Thuc. — прославиться на войне4) отличать (перед кем-л.), оказывать внимание, тж. награждатьτ. τινα ἐν Ἀργείοισιν Hom. — отличать кого-л. между аргивянами;
τ. τινα εὐνῇ καὴ σίτῳ Hom. — дать кому-л. ночлег и пищу;δώροις τ. τινα Xen. — награждать кого-л. дарами;οἱ τετιμημένοι и οἱ τιμώμενοι Xen. — лица, достигшие высших почестей, сановники, вельможи;τὸ τιμώμενον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν Thuc. — честь обладания властью5) высоко ставить, дорожить, ценить(τι Soph. etc.)
οὓς Φρύγες νόμους τιμῶσιν Eur. — традиции, которые свято хранят фригийцы;τ. τὸν λόγον Aesch. — внимать словам, т.е. исполнять мольбу;τ. τι τοῦ βίου πλέον Aesch. — ставить что-л. выше жизни;6) оценивать, расцениватьτ. πλέονος ἢ ἐλάττονος Plat. — назначать цену выше или ниже (нормальной);
τετιμημένος χρημάτων Thuc. — оцененный на деньги;τέν διπλασίαν τοῦ τιμηθέντος βλάβην ἐκτίνειν Plat. — возместить ущерб в двойном против оценки размере7) тж. med., юр. (о наказании) определять, устанавливать, назначатьτ. τέν ἀξίαν τῆς βλάβης Plat. — определять размер возмещения за (причиненный) ущерб;
τ. τινί τινος Plat., Dem.; — присуждать (приговаривать) кого-л. к чему-л.8) med., юр. (о наказании) считать достойным, предлагатьτιμᾶσθαί τινι θανάτου Lys., Plat., Dem.; — считать кого-л. достойным смертной казни;
ἐτιμησάμην ἂν χρημάτων Plat. — я предложил бы приговорить меня к денежному штрафу;φυγῆς τιμήσασθαι Plat. — предложить осудить себя на изгнание -
3 πολυβλαβης
См. также в других словарях:
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… … Dictionary of Greek
έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… … Dictionary of Greek
ηθική βλάβη — (Νομ.). Η βλάβη που δημιουργείται με τη διατάραξη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου από τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Το δίκαιο καλύπτει την η.β. και προβλέπει τη χρηματική ικανοποίησή της υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του … Dictionary of Greek
επαγγελματικές νόσοι — Νόσοι που προκαλούνται από τις συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος. Διακρίνονται από εκείνες τις παθολογικές καταστάσεις στις οποίες το είδος της εργασίας δρα μόνο ως τυχαίο αίτιο, όπως, για παράδειγμα, τα ατυχήματα. Σε αντίθεση με τα ατυχήματα … Dictionary of Greek
αρτηριοσκλήρωση ή αρτηριοσκλήρυνση — Πάθηση που προσβάλλει τα αγγεία και εκδηλώνεται με συμπτώματα που ποικίλλουν ανάλογα με την αρτηρία και το όργανο που αιματώνεται από αυτή. Η α. προσβάλλει περισσότερο τους άντρες, μεταξύ της πέμπτης και της έκτης δεκαετίας της ζωής τους. Αν και… … Dictionary of Greek
ηλεκτροκαρδιογράφημα — (ΗΚΓ). Η καταγραφή των ηλεκτρικών δυναμικών που παράγονται αμέσως πριν από τη συστολή του καρδιακού μυός σε κινούμενη ταινία χαρτιού ή σε οθόνη. Η κατασκευή –για πρώτη φορά– ενός οργάνου ικανού να χρησιμοποιεί επωφελώς αυτά τα ηλεκτρικά ρεύματα… … Dictionary of Greek
πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… … Dictionary of Greek
προδοσία — η, ΝΜΑ, και προδοσία Ν, και ιων. τ. προδοσίη Α [προδίδωμι] η πράξη και το αποτέλεσμα τού προδίδω (α. «δε έρχεται για πόλεμο, με προδοσία σε παίρνει», δημ. τραγούδι β. «τα αργύρια τής προδοσίας» γ. «συντίθεται Ἀθηναίοισι προδοσίην Αἰγίνης», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
καυστικές ουσίες ή καυστικά — Χημικά προϊόντα ικανά να καταστρέψουν –όταν έρθουν σε επαφή– τους ζωντανούς ιστούς, προκαλώντας σε αυτούς αισθητές τοπικές αλλοιώσεις. Στις κ.ο. περιλαμβάνονται προϊόντα που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τις χημικές τους ιδιότητες· από τα πιο… … Dictionary of Greek